Πάει καιρός από την τελευταία ανάρτηση σε αυτόν το χώρο. Μεσολάβησαν πολλά, όμως το μόνο που δεν άλλαξε είναι η αγάπη για το μπάσκετ και τον Ολυμπιακό. Σε προσωπικό επίπεδο, η ενασχόληση μου με το Red Point Guard και στη συνέχεια με το Superbasket, δεν μου άφησε χρόνο, για να μπορώ να παράξω το ποιοτικό περιεχόμενο από αυτή τη σελίδα, όπως επεδίωκα πάντοτε. Παράλληλα, το scouting παικτών και το ξεπέταγμα του καναλιού μου στο You Tube, έκανε επιτακτική από πέρυσι τη δημιουργία ενός αυτόνομου προφίλ, που ασχολείται μόνο με το συγκεκριμένο κομμάτι. Το όνομα αυτού … Phasma Scouting!
Πλέον οι συγκυρίες και το timing μου το επιτρέπουν ξανά, όχι σε τόσο
συχνή βάση, αλλά ανά τακτά χρονικά διαστήματα, να γράφω για τον μπασκετικό
Ολυμπιακό, να μοιράζομαι μαζί σας την οπτική μου, με γνώμονα το πάθος για αυτή
την ομάδα και την συνεχή προσπάθεια να «παντρέψω» την ανάλυση και το μεράκι.
Πριν λίγες μέρες είχα δεσμευθεί ότι θα επιχειρούσα ένα απολογιστικό κείμενο για
τον coach Μπαρτζώκα, ο οποίος στη δεύτερη
θητεία του κλείνει 5,5 συναπτά χρόνια στον ερυθρόλευκο πάγκο, ξεπερνώντας τον
Ιωαννίδη (1991 – 1996) και όντας ο μακροβιότερος προπονητής στη σύγχρονη
ιστορία της ομάδας.
Θα έλεγε κανείς ότι με την ανάληψη των καθηκόντων του, τον
Ιανουάριο του 2020, ο Ολυμπιακός ήταν στο σούρουπο και σταδιακά ξεπρόβαλε η
αυγή, με την πρόοδο του οργανισμού να είναι σημαντική όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς
όμως το μεγάλο απωθημένο του Ευρωπαϊκού τίτλου να στέφεται με επιτυχία. Το ιερό
δισκοπότηρο για όλους μέσα στην ομάδα, η επιστροφή στο θρόνο της Euroleague από το 2013, θα πρέπει ακόμη να
περιμένει…
Τα τέσσερα σερί χαμένα Φ4 και ειδικά ο τρόπος της ήττας
στον τελικό του 2023 θα συνοδεύονται πάντα από ένα μεγάλο «γιατί» και «πώς», θα
είναι το σύγχρονο Τελ Αβίβ για τους νεότερους και ένα πικρό déjà vu για τους γηραιότερους. Γιατί
όσο και αν θεωρείται επιτυχία η συνεχής παρουσία σε Φ4, άλλο τόσο πρέπει να
προβληματίζει το γεγονός ότι μόνο μία φορά προκρίθηκε ο Ολυμπιακός στον τελικό,
χωρίς να γευθεί το νέκταρ της νίκης. Η ιστορία όμως δεν αλλάζει και ό,τι
γράφεται δεν ξεγράφεται, η ουσία είναι να μπορέσει η ομάδα, μέσω της φιλοσοφίας
και των ιδανικών που πρεσβεύει, να επανέλθει στην κορυφή, όχι απαραίτητα με τον
πιο θεαματικό και … όμορφο στο μάτι τρόπο, αλλά με τον πιο αποτελεσματικό και
εκείνον που νικάει (βλ. Fenerbahce φέτος,
Real πριν δύο χρόνια και άλλα πολλά
παραδείγματα).
Κατά το παρελθόν και ειδικά στο Superbasket, είχα επικεντρωθεί πολλές φορές
στο μοντέλο και φιλοσοφία του «μπάσκετ Μπαρτζώκα», το οποίο ειδικά από τη σεζόν
2021 – 22 ήταν ξεκάθαρο και εφαρμόστηκε σε σχεδόν απόλυτο βαθμό, με την ομάδα
να θυμίζει σε ποδοσφαιρικούς όρους κάτι από Ολλανδία του 1974 ή σε μπασκετικούς
το San Antonio. Αυτό το είδος μπάσκετ
στηριζόταν στην κίνηση, στο παιχνίδι μακριά από την μπάλα, στην πάσα και στο
σουτ. Ο ίδιος ο coach
είχε δηλώσει σε μια
συνέντευξη ότι ο σκοπός δεν ήταν ο παίκτης να ψάξει μόνος του την καλύτερη
επιλογή ή ένα miss
match, αλλά
αυτό θα ερχόταν αυτόματα, μέσα από το flow της επίθεσης, το οποίο θα έπρεπε να είναι άψογα εκτελεσμένο
βάσει σχεδίου.
Οι πυλώνες αυτού του στυλ και της γενικότερης φιλοσοφίας
ήταν αναμφισβήτητα ο Walkup,
μία από τις πρώτες μεταγραφές του καλοκαιριού του 2021 (με «κλοπή» από τη Maccabi), ο οποίος λειτουργούσε σαν ο
«μαέστρος», ο προπονητής εντός παρκέ, η «φωνή» του προπονητή μέσα στις τέσσερις
γραμμές. Η σταθερότητά, το low
mistake game του και η αμυντική επάρκεια ήταν αρκετά
για να κρύψουν την αδυναμία του να απειλεί με υψηλή αποτελεσματικότητα και
συχνότητα έξω από τα 6,75 (σε 144 αγώνες της Euroleague αυτή την τετραετία είχε 31,5% στα
τρίποντα σε 3,3 προσπάθειες, με 0,98 PPP σε catch
‘n’ shoot δράσεις). Το shot chart του (μέσω Instat) είναι ενδεικτικό, όπου σούταρε
με ικανοποιητικά ποσοστά μόνο από την αριστερή γωνία.
Ωστόσο, με 4,5 ασίστ μ.ο. για μόλις 1,8 λάθη και 4,8 στο
+/– (ΒΡΜ), ο Walkup
έκανε αυτό που
ήθελε ο προπονητής του, συμβάλλοντας στην καλή κυκλοφορία της μπάλας και εν
γένει της επιθυμητής επιθετικής λειτουργίας, βάσει του πλάνου. Πολλοί έχουν να
θυμούνται τις μέτριες εμφανίσεις του στα τέσσερα αυτά Φ4, επικεντρώνοντας μόνο
στους πόντους, αλλά σε κάποια από αυτά ίσως ανέλαβε μεγαλύτερο ρόλο και ευθύνες
από ό,τι του αναλογούσαν.
Ο δεύτερος πυλώνας του μπάσκετ Μπαρτζώκα ήταν ο Γάλλος γίγαντας Moustapha Fall, για τον οποίο η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι και τραυματίστηκε σοβαρά, με την ευχή όλων μας για ταχεία ανάρρωση, να τον συντροφεύει. Ο Fall ντύθηκε στα ερυθρόλευκα μετά από μια σεζόν στην Euroleague με την ASVEL και με μια dominant εμφάνιση στο ΣΕΦ, να αποτελεί το διαβατήριο για τη μεταγραφή του! Ένας center με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς το post-up game αν και η πλέον συνηθισμένη δράση του σε 149 αγώνες Euroleague (35% των συνολικών κατοχών του), δεν ήταν και το πιο αποτελεσματικό όσον αφορά το σκορ (0,93 ΡΡΡ έναντι 1,11 ΡΡΡ από cuts και 1,38 ΡΡΡ ως roller). Παρόλα αυτά, το εντυπωσιακό στοιχείο που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η αντίληψη του και η ικανότητα να πασάρει, είτε με πλάτη, είτε στο short roll, «απλώνοντας» ακόμη περισσότερο το παιχνίδι της ομάδας και αξιοποιώντας τους cutters και σουτέρ του ρόστερ (θα το δούμε αργότερα). Ο απολογισμός των 2 ασίστ κατά μ.ο. στην Euroleague στην 4ετή ερυθρόλευκη θητεία του είναι αξιομνημόνευτος για 5αρι.
Μιλώντας, λοιπόν, για cutters και σουτέρ, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους δύο αριστερόχειρες wings της ομάδας, τους Παπανικολάου και Vezenkov (με … απουσία 1 έτους λόγω μετακίνησης στους Kings). Ειδικά ο τελευταίος από το 2020 μέχρι και φέτος σε 147 παιχνίδια στην Euroleague έχει 37,7% στα τρίποντα σε 5 προσπάθειες κατά μ.ο. και εντυπωσιακά νούμερα σε δράσεις catch ‘n’ shoot και cuts (1,18 ΡΡΡ και 1,25 ΡΡΡ αντίστοιχα). Το off-ball παιχνίδι του και η ικανότητα να σκοράρει, σχεδόν χωρίς να τριπλάρει, είναι σεμιναριακού επιπέδου και ίσως η πεμπτουσία της αγωνιστικής φιλοσοφίας των ερυθρόλευκων στη δεύτερη θητεία του Μπαρτζώκα. Μία φορά MVP και άλλη μία runner up, ήταν το καλύτερο ορεκτικό σε ατομικό επίπεδο, με κυρίως πιάτο τα 3/3 πρωταθλήματα στην Ελλάδα, χωρίς όμως το επιδόρπιο ενός Ευρωπαϊκού τίτλου. Η Νέμεσις του ήταν ομάδες με αθλητικούς και σκληρούς forward, με τη σειρά των Ρ/Ο του 2023 απέναντι στη Fenerbahce να αποτελεί το εγχειρίδιο πως να τον περιορίσει η αντίπαλη άμυνα. Το shot chart του σε αυτούς τους 147 αγώνες, τόσο «αρμονικό», όσο και το παιχνίδι του. Εντυπωσιακή ευστοχία στα corner 3’s και από την κορυφή του τριπόντου, καθώς και στα τελειώματα κοντά στο καλάθι. Ο παίκτης που ανάγκασε τον κόσμο του Ολυμπιακού (και όχι μόνο), να δει το μπάσκετ με «άλλο μάτι»!
Ο διόσκουρος του Vezenkov στις θέσεις των forward ήταν ο αρχηγός, Κώστας Παπανικολάου. Πιο ώριμος από ποτέ,
δηλώνοντας συνήθως παρών στα μεγάλα παιχνίδια και με τον κλασικό 3&D μανδύα του, ήταν ο glue guy αυτού του συνόλου, εκείνος που έκανε
πράξη το δόγμα η ομάδα πάνω από πρόσωπα. Στα 165 συνολικά παιχνίδια των πέντε
τελευταίων σεζόν, δικαιολόγησε κάθε ένα από τα 23’ κατά μ.ο. που βρέθηκε στο
παρκέ, συνδυάζοντας αποτελεσματικότητα (1,01 ΡΡΡ με 37,2% στα τρίποντα) και
πολύπλευρη προσφορά (3,4 ριμπάουντ, 2,1 ασίστ και 0,8 κλεψίματα μ.ο.).
Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη συνδρομή και των
υπόλοιπων παικτών που φόρεσαν τα ερυθρόλευκα όλα αυτά τα χρόνια, από τον Dorsey της πρώτης σεζόν και τους διαχρονικούς Peters, McKissic, Milutinov, Λαρεντζάκη, μέχρι τους Canaan, Williams-Goss (με τις όποιες ενστάσεις να τους
συνοδεύουν, όχι ως προς το effort
που κατέθεσαν, αλλά
ως προς το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να ανεβάσουν επίπεδο ή έστω να δώσουν το
κάτι παραπάνω στο ρόστερ σε όρους ατομικού ταλέντου) και όλους εκείνους που
έβαλαν το λιθαράκι τους για όσο αγωνίστηκαν. Το «κεφάλαιο Σλούκας» είναι μια
άλλη υπόθεση για την οποία δεν μπορεί να χυθεί μελάνι σε αυτό το κείμενο.
Το κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων εξ αυτών, με λίγες εξαιρέσεις, ήταν η ικανότητα τους να προσαρμοστούν σε ρόλους, να υπηρετήσουν το πλάνο και να μην παρεκκλίνουν ιδιαίτερα από αυτό, συνδυάζοντας παράλληλα τα ιδανικά στοιχεία για τον κάθε ρόλο που είχε ο coach στο μυαλό του. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα στην αναζήτηση νέων παικτών από το staff, είναι το μπασκετικό IQ και η ικανότητα προσαρμογής σε ένα μπάσκετ, με κύριο συστατικό την ταχύτητα σκέψης και εκτέλεσης. Ο Ολυμπιακός θύμιζε σε δομή κάτι από συμφωνική ορχήστρα, όπου ο κάθε παίκτης έπρεπε να εκτελεί πιστά τα καθήκοντά του, σαν τις νότες σε μια παρτιτούρα. Αυτό το ερυθρόλευκο κοντσέρτο έφθασε στο peak του στο τέλος της σεζόν 2022 - 23, με τον Ολυμπιακό να κυριαρχεί σε όλη τη σεζόν, να είναι το απόλυτο φαβορί, έχοντας αποκλείσει δια πυρός και σιδήρου στα Ρ/Ο τη Fenerbahce, έχοντας περάσει τη Monaco στον ημιτελικό του Φ4 σαν οδοστρωτήρας στο 2ο ημίχρονο και διατηρώντας σταθερό το προβάδισμα για 38’ στον τελικό με τη Real. Ένα καταστροφικό δίλεπτο και το καλάθι του Llull ήταν αρκετά για να αφήσουν το έργο ημιτελές, σαν την ομώνυμη συμφωνία του Μπετόβεν…
Ανοίγω μια μικρή, αλλά σχετική, παρένθεση, για να σας
θυμίσω ότι σε ένα από τα τελευταία μου κείμενα στο Superbasket είχα αναφερθεί στην καμπύλη Tuckmann ως χαρακτηριστικό παράδειγμα παρομοίωσης
με τον μπασκετικό Ολυμπιακό. Το forming ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2020, με την πρώτη ολοκληρωμένη
σεζόν να χαρακτηρίζεται από «ψάξιμο» για τις αρχές και μπάσκετ που πρέπει να υιοθετηθεί.
Το στάδιο norming εφαρμόστηκε
τη σεζόν 2021 - 22 με τις προσθήκες των πυλώνων της νέας αγωνιστικής φιλοσοφίας
και τη δημιουργία χημείας και bonding μεταξύ
των παικτών. Το σχέδιο τελειοποιήθηκε και έφθασε στην κορύφωση του τη σεζόν
2022 - 23, για να ξεκινήσει η καθοδική πορεία πέρυσι, όταν η έλλειψη ατομικού
ταλέντου (απώλειες Vezenkov
και Σλούκα) δεν καλύφθηκε από την παρουσία παικτών - εργατών, όπως οι Williams-Goss, Brazdeikis και Sikma. Την ίδια ώρα ο αιώνιος
αντίπαλος, βασισμένος σε εντελώς αντίθετο αγωνιστικό στυλ, με έμφαση στο
ατομικό ταλέντο και πρωτοβουλία, έφθασε στην πρώτη ουσιαστικά χρονιά ανάκαμψης,
στο τρόπαιο της Euroleague!
Στη φετινή χρονιά διαφάνηκε μια στροφή στην off season, με την επιστροφή Vezenkov, αλλά κυρίως με τον ερχομό του
Γάλλου star,
Evan Fournier. Ο Ολυμπιακός κατέκτησε τον
πρώτο τίτλο της σεζόν, το Super
Cup (έστω
και μικρού διαμετρήματος), με έναν εκ των πρωταγωνιστών να είναι ο Dorsey. Όσο το τεχνικό επιτελείο
έψαχνε την κατάλληλη αγωνιστική φόρμουλα με την οποία θα πορευθεί η ομάδα,
χάθηκε το πλεονέκτημα έδρας στην Α1, με τη διψήφια εντός έδρας ήττα από τον
Παναθηναϊκό. Ωστόσο, όλα αυτά ξεχάστηκαν, καθώς οι ερυθρόλευκοι προέλαυναν στην
Euroleague,
κατακτώντας την 1η θέση με σχετική άνεση. Τα όποια σύννεφα
εμφανίστηκαν από μερικές σερί ήττες στο κλείσιμο της RS, απομακρύνθηκαν με την πρόκριση
επί της Real.
Ο Ολυμπιακός έδειχνε έτοιμος αυτή τη φορά (ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε) να
επιστρέψει στο θρόνο της Euroleague.
Ο ημιτελικός απέναντι στη Monaco ήταν μια απότομη προσγείωση για πολλούς
λόγους. Η ομάδα μετά το πρώτο δεκάλεπτο δεν φάνηκε να μπαίνει ξανά στο πνεύμα
του αγώνα, με εξαίρεση λίγα λεπτά στην 3η περίοδο, με ατομικές
εκλάμψεις και όχι μέσα από το «σύστημα». Το rotation παρέμεινε κλειστό και σε συνδυασμό με
την κακή βραδιά σημαντικών παικτών, «έπνιξε» τον Ολυμπιακό στο άγχος. Δεν
υπήρξε κάποια προσαρμογή κυρίως στο επιθετικό παιχνίδι, να προβληματίσει τον
αντίπαλο πάγκο, να τεθεί σε εφαρμογή ένα plan B, που θα ανάγκαζε τη Monaco να βγει από την comfort zone, που είχε η ίδια δημιουργήσει,
επιβάλλοντας το ρυθμό της. Ο Ολυμπιακός του επιθετικού μπάσκετ, που στις καλές
του βραδιές σκόραρε +100 πόντους, έμεινε κάτω από τους 70… Ήταν ένα σοκ, που
για αρκετές μέρες προκάλεσε γκρίνια, αρνητικά σχόλια, ακόμα και εκδήλωση
ισοπέδωσης ως προς το σύνολο (σχεδόν) της ομάδας.
Ο coach
Μπαρτζώκας μετά από
καιρό βρέθηκε στο στόχαστρο μερίδας του κόσμου, παρά τη στήριξη που ανέκαθεν
απολάμβανε από τη Διοίκηση. Μετά τον 1ο τελικό με τον Παναθηναϊκό,
σαν να πατήθηκε ένα κουμπί, ένα restart που όχι μόνο αφύπνισε την ομάδα, αλλά την έσπρωξε σε 3 σερί
νίκες με σχετικά εμφατικό τρόπο και στην κατάκτηση του ελληνικού πρωταθλήματος.
Έτσι όπως εξελίχθηκε η σεζόν, αυτό το φινάλε ήταν το γιατρικό για όλους, μια …
βροχή που ήρθε να ξεπλύνει όλα όσα είχαν προηγηθεί. Το μυστικό το ξέρουν λίγοι
εντός της ομάδας. Αυτό, πάντως, που φάνηκε ήταν ότι έστω εξ ανάγκης, λόγω
τραυματισμών (Williams-Goss), δοκιμάστηκαν και άλλα πρόσωπα
και σχήματα. Ο Dorsey
βγήκε από τη
ναφθαλίνη και ήταν ο άτυπος MVP
της σειράς, ο McKissic παρέδωσε το ιδανικό … κύκνειο άσμα του
ως μέλος αυτής της παρέας και ο Milutinov «κέρδισε με το σπαθί του» το νέο του συμβόλαιο!
Το σημαντικότερο; Η νέα off season ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς,
χωρίς τα … σύννεφα της διάλυσης και με αισιοδοξία για άλλη μια προσπάθεια
(τελευταία με αυτή τη σύνθεση και φιλοσοφία;) για την κατάκτηση της Euroleague. Οι περισσότεροι από τους
πρωταγωνιστές της προηγούμενης 5ετίας θα είναι εκεί για ένα last dance και δεν μπορώ να φανταστώ
καλύτερο φινάλε με το 4ο τρόπαιο στην αγκαλιά…
Ωστόσο, για να φθάσουμε σε αυτό το φινάλε, μια λύση θα ήταν
όχι απαραίτητα να αναθεωρηθεί η επιτυχημένη φιλοσοφία για τη RS και τα Ρ/Ο (συνταγή που κερδίζει δεν
αλλάζει), αλλά να εμπλουτιστεί με εκείνα τα απαραίτητα υλικά για να μεταφραστεί
η όλη κουλτούρα γύρω από τον οργανισμό και σε winning basketball, σε αυτούς τους μονούς αγώνες
ενός τριημέρου, όπου δεν αρκεί μόνο η προετοιμασία και η πιστή εφαρμογή –
τελειοποίηση του αμιγώς μπασκετικού πλάνου, αλλά και η «ελαστικότητα», η
ικανότητα προσαρμογής στον αντίπαλο και το στοιχείο της έκπληξης!
Ένας αγώνας σκάκι χωρίζεται σε τρία μέρη, στο άνοιγμα, στο
μέσον και στο φινάλε. Το φινάλε διέπεται από διαφορετικούς κανόνες, όσον αφορά
την προσέγγιση του παίκτη και η κάθε κίνηση δεν γίνεται πάντα «μηχανικά», βάσει
του αρχικού σχεδίου. Απαιτείται εγρήγορση και διάβασμα του αντιπάλου, για να
βρεις την αδυναμία του, που μπορείς να τον «χτυπήσεις». Ίσως αυτό είναι το
κομμάτι που πρέπει να επενδύσει του χρόνου η ομάδα, σε έναν παίκτη, ο οποίος να
μπορεί να δώσει το προσωπικό σκορ, χωρίς παράλληλα να θεωρεί τον εαυτό του κάτι
παραπάνω από μέλος της ομάδας (συνθήκη αδιαπραγμάτευτη για τον Μπαρτζώκα). Η
λογική πίσω από την απόκτηση του Evans ήταν αυτή, ωστόσο λόγω του τραυματισμού του, η ιδέα μάλλον
εγκαταλείφθηκε στην πορεία και ενώ οι νίκες στην Euroleague έσβηναν κάθε υπόνοια για οποιαδήποτε
αλλαγή στο σχεδιασμό…
Ο παραγκωνισμός του Dorsey έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν
επιτρεπόταν η μη εκτέλεση του πλάνου, με μόνη εξαίρεση τον Fournier, με το ξεχωριστό ειδικό βάρος.
Τελικά, η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε η κατάκτηση του πρωταθλήματος να φέρει
φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Ελληνοαμερικανού guard. Αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε να
αποτελέσει οδηγό για του χρόνου, για τη δοκιμή σχημάτων με Walkup, έναν scoring guard δίπλα του και το Fournier σε θέση SF, τα οποία θα μπορούν να
«ξεμπλοκάρουν» την ομάδα επιθετικά. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια απάντηση στο black out των ημιτελικών και τελικών των
προηγούμενων ετών. Η κατάκτηση της Euroleague το 2013 στον τελικό με τη Real, ήρθε μέσα από την άγνοια
κινδύνου των παικτών και την αύρα του Σπανούλη που με τον τρόπο του είπε «εμείς
θα κερδίσουμε σήμερα»! Το πάντρεμα όλων αυτών των στοιχείων και η δυνατότητα
ευελιξίας στη διάρκεια της σεζόν μπορεί να είναι τα συστατικά που λείπουν για
την … τελευταία πίστα και ας θυσιαστούν μερικές νίκες ή και η 1η
θέση της RS.
Εξάλλου, το να προσαρμόσεις σε ένα βαθμό τη φιλοσοφία μιας ομάδας, δεν είναι
απαραίτητα κακό, με πιο κλασικό παράδειγμα την κατάκτηση του Παγκοσμίου
κυπέλλου 1994 από τη Βραζιλία, η οποία μεταβλήθηκε από ομάδα … jogo bonito σε μηχανή αποτελεσμάτων, με
τρία αμυντικά χαφ - «σκυλιά».
Όπως δήλωσε και ο Fall, στον Ολυμπιακό πρέπει σε κάθε παιχνίδι να δίνεις το 100% για να προσπαθείς να νικήσεις. Αυτό όμως είναι αρκετό; Το DNA της ομάδας είναι συνυφασμένο με τίτλους και αν η επαναφορά στην κορυφή της Α1 φέτος ήταν το ελάχιστο, του χρόνου η κατάκτηση της Euroleague απαιτείται να είναι ο απόλυτος στόχος, ανεξαρτήτως τακτικής και αγωνιστικής φιλοσοφίας. Όπως έχει πει ο εμβληματικός προπονητής της Nottingham, Brian Clough, τα παιχνίδια τα κερδίζουν ή τα χάνουν οι παίκτες και όχι οι τακτικές. Ίσως λοιπόν ήρθε η ώρα το παιχνίδι να περάσει λίγο παραπάνω … στα χέρια των παικτών!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου