Σίγουρα στην καταστροφική πορεία του Β γύρου διαδραμάτισαν ρόλο και εξωγενείς παράγοντες, ωστόσο η άσχημη αγωνιστική εικόνα του Ολυμπιακού, δεν παύει να αποτελεί βασική αιτία, που οδήγησε στο … αδιέξοδο και τον αποκλεισμό από τα play off, κάτι που μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου φάνταζε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Η αλήθεια είναι ότι στο γήπεδο εμφανίστηκαν δυο διαφορετικές ομάδες, άλλη στο πρώτο μισό της περιόδου και άλλη στο φινάλε. Η ανάλυση μας εδώ, όμως, θα επικεντρωθεί στα συνολικά πεπραγμένα των ερυθρόλευκων.
Ξεκινώντας, θα εστιάσουμε ως κύριο παράγοντα της αρνητικής φετινής πορείας, τα για άλλη μια χρονιά χαμηλά ποσοστά της ομάδας έξω από τη γραμμή του τριπόντου, ειδικά μετά και από τον τραυματισμό του Στρέλνιεκς, από τη στιγμή που sharpshooters όπως ο Τίμα και ο Βεζένκοφ δεν κατόρθωσαν να ενταχθούν ενεργά στο rotation.
Οι ερυθρόλευκοι ήταν 11οι σε ποσοστό ευστοχίας, με ποσοστό 35,32%, πάνω μόνο από ομάδες (πλην Παναθηναϊκού), που αποκλείστηκαν από τη συνέχεια του θεσμού. Το παράδοξο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι ο Ολυμπιακός, ενώ κατάφερε να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του, τόσο σε σχέση με την περασμένη σεζόν (33,6% / 16ος), όσο και σε σχέση με την περίοδο 2016 – 17 (34,7% / 14ος), δεν την κεφαλαιοποίησε συνολικά στο παιχνίδι του.
Όπως φαίνεται και από τα ατομικά στατιστικά (λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Γουέμπερ αγωνίστηκε σε λίγα παιχνίδια, ενώ ο Τίμα δεν έπαιρνε αρκετά συνεχόμενα λεπτά στην 5άδα, μένοντας «κρύος»), δεν υπήρξε άλλη σταθερή απειλή από μακριά πέραν του Στρέλνιεκς.
Οι μόνοι με υψηλό χρόνο συμμετοχής και “συμπαθητικά” ποσοστά στο τρίποντο ήταν οι Γκος και Παπανικολάου με 37%, ενώ Σπανούλης και Πρίντεζης κυμάνθηκαν στο 33% και 30% αντίστοιχα.
Παρόλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, η στατιστική εικόνα ήταν σαφώς καλύτερη από τις δύο προηγούμενες σεζόν με το ίδιο format της διοργάνωσης. Άρα ποιος ήταν ο λόγος που η επιθετική εικόνα ήταν χειρότερη, με τους ερυθρόλευκους να είναι 13οι στην παραγωγικότητα (έχοντας πάντως τον ίδιο μ.ο. πόντων με πέρσι και πρόπερσι), πάνω μόνο από τους τρεις ουραγούς;
Η απάντηση βρίσκεται στη στελέχωση και στο γεγονός ότι ο Ολυμπιακός, μη εντάσσοντας στο ρόστερ του έναν αθλητικό ψηλό με ευχέρεια στο pick ‘n’ roll, σε μια απόπειρα να απογαλακτιστεί από αυτό το στυλ παιχνιδιού, ουσιαστικά αφαίρεσε μια βασική επιλογή από το playbook του, η οποία τα προηγούμενα χρόνια τον πήγαινε στον αυτόματο πιλότο, φέρνοντας αποτελέσματα.
Η «βίαιη», λοιπόν, προσπάθεια να αλλάξει ο τρόπος παιχνιδιού στην επίθεση, από τη στιγμή που τα υλικά δεν ήταν τα κατάλληλα, αποτέλεσε κύριο παράγοντα για την εικόνα που παρουσίασε η ομάδα, ειδικά στο Β γύρο, που συνοδεύτηκε και από χαμηλά ποσοστά στο τρίποντο. Η μόνη άλλη safe επιλογή ήταν το post game, με εκφραστή σε πρώτο πλάνο το Μιλουτίνοφ και δευτερευόντως τον Πρίντεζη.
Και κάπου εδώ φτάνουμε στο σημείο να αναρωτηθούμε, γιατί ο Μπλατ σχεδόν σε κανένα σημείο της περιόδου και ειδικά στον καταστροφικό Β γύρο, δεν αποφάσισε να ρισκάρει παραπάνω, «ανοίγοντας» το ρυθμό είτε σε transition καταστάσεις, με πρωτεύοντα αιφνιδιασμό, είτε σε επιθέσεις TSOL (Ten Seconds or Less), ειδικά από τη στιγμή που: α) οι ερυθρόλευκοι ήταν μεταξύ των κορυφαίων ομάδων στον τομέα των ριμπάουντ (2οι στα αμυντικά και 3οι συνολικά), έχοντας την ευχέρεια να επιβάλλουν το ρυθμό τους και β) φάνηκε ότι δε λειτουργούσε αποτελεσματικά κάποια άλλη επιθετική επιλογή.
Σε αυτό το ερώτημα, η απάντηση είναι ότι προφανώς ο Αμερικανοϊσραηλινός τεχνικός προτίμησε την πεπατημένη, φοβούμενος αφενός την καταπόνηση των πρωταγωνιστών του (λόγω ηλικίας και μη ύπαρξης ποιοτικών εναλλακτικών λύσεων) και αφετέρου το έλλειμμα αθλητικότητας και ενέργειας απέναντι σε ομάδες με πιο physical χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να δικαιωθεί εκ του αποτελέσματος…
Μια άλλη σημαντική παράμετρος, είναι και αυτή της αμυντικής συμπεριφοράς. Φέτος για 3η σερί σεζόν, το παθητικό του Ολυμπιακού στην άμυνα χειροτέρεψε (2.301 πόντοι έναντι 2.250 πέρυσι και 2.221 το 2017), με την ομάδα να φαίνεται ότι έχει χάσει τη σκληράδα της και το μαχητικό χαρακτήρα στα μετόπισθεν.
Η απόκτηση του Γουέμπερ συμμάζεψε κάπως τα πράγματα στην περιφέρεια, ωστόσο η κατάσταση στη front line ήταν απελπιστική, όπου πλην του Μιλουτίνοφ, κανείς άλλος δεν είχε σταθερά καλή παρουσία στην άμυνα. Χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι η ομάδα τελείωσε τη Regular Season με μόλις 64 κοψίματα, σχεδόν τα μισά σε σχέση με την προ διετίας επίδοση της (123).
Η απόκτηση του Γουέμπερ συμμάζεψε κάπως τα πράγματα στην περιφέρεια, ωστόσο η κατάσταση στη front line ήταν απελπιστική, όπου πλην του Μιλουτίνοφ, κανείς άλλος δεν είχε σταθερά καλή παρουσία στην άμυνα. Χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι η ομάδα τελείωσε τη Regular Season με μόλις 64 κοψίματα, σχεδόν τα μισά σε σχέση με την προ διετίας επίδοση της (123).
Εν κατακλείδι, η ιστορία θα μπορούσε μεν να είχε γραφτεί διαφορετικα αν οι ερυθρόλευκοι είχαν κάνει μια νίκη παραπάνω ή έστω αν η Μπάγερν δεν είχε χάσει την προτελευταία αγωνιστική από την Νταρουσάφακα (θα προέκυπτε τετραπλή ισοβαθμία στις 15 νίκες με τον Ολυμπιακό να καταλαμβάνει την 7η θέση) και η όλη συζήτηση να γινόταν σε διαφορετική βάση. Ωστόσο ίσως αυτή η εξέλιξη να βοηθάει να παρθούν πιο εύκολα σημαντικές αποφάσεις.
Πλέον με το βλέμμα στο αύριο του Ολυμπιακού, εκτός των εξωαγωνιστικών αποφάσεων που θα πάρει η Διοίκηση, ο προπονητής που θα καθίσει στον πάγκο της ομάδας τη νέα περίοδο, θα κληθεί μεταξύ άλλων, να χαράξει τη νέα αγωνιστική φιλοσοφία.
Οι διαθέσιμοι δρόμοι, για να μην οδηγηθούν οι ερυθρόλευκοι σε νέο αδιέξοδο, φαίνεται να είναι είτε η συνέχιση στο μοτίβο των προηγούμενων σεζόν των επιτυχιών (στήριξη δηλαδή στον ελληνικό κορμό), με εμπλουτισμό όμως του ρόστερ με τα κατάλληλα υλικά που θα υποστηρίζουν το συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού και με έμφαση στην απόκτηση αθλητικών 3&D παικτών με αξιόπιστο μακρινό σουτ, στοιχεία που λείπουν εδώ και δυο χρόνια, είτε αλλαγή στρατηγικής με πρωταγωνιστές ποιοτικούς ξένους, συνεπικουρούμενους από νέους φιλόδοξους Έλληνες, οι οποίοι θα δημιουργήσουν ένα σύνολο, το οποίο θα μπορεί να υπηρετήσει ένα πιο speed up tempo, στη γενικότερη προσπάθεια η ομάδα να αποδώσει πιο ελκυστικό μπάσκετ.
Προσπαθώντας να καταγράψουμε ποια από τις δυο περιπτώσεις είναι ελκυστικότερη, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η κάθε μία έχει τα θετικά και τα αρνητικά της και η τελική επιλογή είναι καθαρά θέμα προτεραιοτήτων.
Στην πρώτη, πιο ασφαλή, υπάρχει ένας έτοιμος και έμπειρος κορμός που αν ενισχυθεί κατάλληλα με παίκτες που μπορούν να υπηρετήσουν το τωρινό παιχνίδι της ομάδας, τα αποτελέσματα θα φανούν νωρίτερα, αλλά βραχπρόθεσμα θα τεθεί ξανά το ίδιο δίλημμα, λόγω της ηλικίας των πρωταγωνιστών.
Στην πρώτη, πιο ασφαλή, υπάρχει ένας έτοιμος και έμπειρος κορμός που αν ενισχυθεί κατάλληλα με παίκτες που μπορούν να υπηρετήσουν το τωρινό παιχνίδι της ομάδας, τα αποτελέσματα θα φανούν νωρίτερα, αλλά βραχπρόθεσμα θα τεθεί ξανά το ίδιο δίλημμα, λόγω της ηλικίας των πρωταγωνιστών.
Αν αντίθετα επιλεγεί το ολικό rebuilding, μπορεί να χρειαστεί υπομονή έως ότου έρθουν τα αποτελέσματα, αλλά μακροπρόθεσμα θα μπουν οι βάσεις για τη δημιουργία μιας νέας μεγάλης ομάδας... Δυστυχώς θαύματα σαν αυτό της διετίας 2011-13, που συνδυάζεται μια νέα αρχή με τίτλους, είναι one of a kind!
ΥΓ: Τι πιο ταιριαστό, η "ψυχεδελική" πορεία του Ολυμπιακού στο Β γύρο της Εuroleague, να "ντυθεί μουσικά" με Doors...
ΥΓ: Τι πιο ταιριαστό, η "ψυχεδελική" πορεία του Ολυμπιακού στο Β γύρο της Εuroleague, να "ντυθεί μουσικά" με Doors...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου